- λεξίδιο
- το (Α λεξίδιον και λεξείδιον)μικρή λέξη, λέξη που αποτελείται από λίγες συλλαβές ή λίγους φθόγγουςαρχ.1. όρος, έκφραση2. πρόταση, φράση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βιβλ-ίδιον). Ο τ. λεξείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη γραφή και προέρχεται από τη γενική λέξε-ως + κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κρασίδιον: κρασείδιον, ταξίδιον: ταξείδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.